ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Η διπλωματική σταδιοδρομία του Ι. Καποδίστρια, μετά την Ιόνιο Πολιτεία

Η πρόταση που περίμενε ο Ιωάννης Καποδίστριας από τη Ρωσία ήρθε τον Μάιο του 1808, όταν ο κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του έστειλε επιστολή με την οποία του ανακοίνωνε ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη Β' Τάξεως του τάγματος της Αγίας Άννας και τον προσκαλούσε να τον επισκεφτεί στην Αγία Πετρούπολη.

Στην Αγία Πετρούπολη, ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, και μετά από συζητήσεις με τον κόμη Νικόλαο Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως κρατικός σύμβουλος.

Αφού παρέμεινε για δύο χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε στις 20 Αυγούστου 1811 ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1812.

Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν το Βουκουρέστι, όπου διορίστηκε ως αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη στρατιά του Δούναβη. Εκεί συνδέθηκε με τον ναύαρχο Τσιτσαγκώφ, του οποίου έγινε σύμβουλος και διευθυντής του διπλωματικού του γραφείου. Για τις υπηρεσίες του αυτές τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου εν ενεργεία.

Την ίδια εποχή ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ αντικαταστάθηκε λόγω δυσμένειας από τον στρατηγό Μπάρκλει ντε Τόλλυ (Barclay de Tolly), χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τον Καποδίστρια, στον οποίο απονεμήθηκε το παράσημο Γ' Τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου. Τον Οκτώβριο του 1813 παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο με τον Μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας.

Η άνοδος του Καποδίστρια στη Ρωσική αυτοκρατορική Αυλή επιβεβαιώθηκε με τον διορισμό του από τον Τσάρο Αλέξανδρο ως μυστικού απεσταλμένου στην Ελβετία με σκοπό να προσεταιριστεί την φιλικά προσκείμενη προς την Γαλλία, κυβέρνηση της Ελβετίας. Εκτός από τον Καποδίστρια, διορίστηκε και ο βαρόνος Λεμπτσέλτερν (Lebzeltern), εκ μέρους της Αυστριακής πλευράς, για την ίδια αποστολή.

Παρόλα αυτά οι σκοποί δεν ήταν ακριβώς ίδιοι, καθώς οι Ρώσοι ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας, ενώ οι Αυστριακοί να εγκαθιδρύσουν φίλα προσκείμενη κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν άδεια διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια. Ο Λεμπτσέλτερν εργάστηκε μυστικά υπό τις οδηγίες του Μέττερνιχ προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1813 κάλεσε τον Καποδίστρια και του ζήτησε να υπογράψει διακοίνωση, με την οποία τα συμμαχικά στρατεύματα θα επιτρεπόταν να εισέλθουν στην ελβετική επικράτεια μέχρι να εξασφαλίσουν τα εδάφη που η Γαλλία είχε αποσπάσει από την Ελβετία. Ο Καποδίστριας, αντιλαμβανόμενος ότι η διακοίνωση ήταν έργο της αυστριακής κυβέρνησης, αρνήθηκε να την υπογράψει, αλλά λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη και αφού την υπέγραψε εκ μέρους της ρωσικής πλευράς, αποχώρησε για τη Βάδη, στην οποία βρισκόταν το στρατηγείο του Τσάρου.

Ο τελευταίος περίμενε ότι ο Καποδίστριας δεν θα είχε υπογράψει τη διακοίνωση και εξεπλάγη όταν ο νεαρός διπλωμάτης του ανέφερε ότι έπραξε το αντίθετο. Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, η ανακοίνωση της διακοίνωσης και η εισβολή του αυστριακού στρατού στην Ελβετία, θα είχαν ως αποτέλεσμα τον διχασμό των κατοίκων και παράλληλα να παρουσιαστούν οι Αυστριακοί ως υποκινητές πραξικοπήματος. Συνέστησε μάλιστα στον Τσάρο να ζητήσει την αποκήρυξη της διακοίνωσης, μιας και οι Αυστριακοί δε θα μπορούσαν να επικαλεστούν την υπογραφή του μυστικού πράκτορά τους, πράγμα το οποίο και έγινε. Το αποτέλεσμα των διπλωματικών κινήσεων του Καποδίστρια ήταν οι Αυστριακοί να χάσουν κάθε έρεισμα στην Ελβετία, η οποία εξασφάλισε την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της.

Οι διπλωματικές εξελίξεις στη Ζυρίχη συνεχίζονταν χωρίς όμως κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αφού τα ομόσπονδα κράτη της Ελβετίας διαφωνούσαν μεταξύ τους. Ο Τσάρος Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια έκτακτο απεσταλμένο του και πληρεξούσιο υπουργό για την Ελβετία. Από τη θέση αυτή έφτιαξε το ελβετικό Σύνταγμα και συνεισέφερε με προσωπικά προσχέδια στο ελβετικό πολιτειακό σύστημα, το οποίο προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως μέλη της ελβετικής ομοσπονδίας. Συγκεκριμένα, απέστειλε υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Δίαιτας (βουλής) με τα βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέχει το Σύνταγμα. Πράγματι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το υπόμνημα ακολουθήθηκε. Η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο αυτό κρατίδιο ήταν καθαρά δική του πρωτοβουλία. Ανέλαβε και έφτιαξε δηλαδή ένα νέο ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα που ένωσε επιτυχώς τα διάφορα καντόνια. Για τις υπηρεσίες αυτές θεωρήθηκε ο πρώτος επίτιμος πολίτης της Ελβετίας.

Παράλληλα, διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών, δίπλα στον Νέσελροντ και παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό β΄ τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο της Βιέννης, συνέδριο σταθμός για την ευρωπαϊκή ιστορία, στο οποίο συμμετείχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας. Στα τέλη του 1814 διορίστηκε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της Επιτροπής των Πέντε, ενώ τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Λεοπόλδου και τον Μεγαλόσταυρο του Ερυθρού Αετού από τον βασιλιά της Αυστροουγγαρίας και της Πρωσίας αντίστοιχα. Η παρουσία του Καποδίστρια στη Βιέννη πρέπει να θεωρείται καταλυτική, καθώς με τις συμβουλές του επηρέαζε αποφασιστικά τον Τσάρο. Κατά τον ιππότη φον Γκεντς, σύμβουλο του Μέττερνιχ, η τελική πράξη του συνεδρίου που υπογράφηκε τον Μάιο του 1815 ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου.

Το 1815 ίδρυσε τη Φιλόμουσο εταιρεία μαζί με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Άνθιμο Γαζή, τον Στούρτζα κ.α. Σκοπός της ήταν να βοηθήσει νεαρούς Έλληνες να σπουδάσουν. Τα μέλη της ήταν με το πλευρό των Ρώσων, για αυτό και η αυστριακή αστυνομία παρακολουθούσε τις δραστηριότητές της.

Με την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι μετά τη μάχη του Βατερλό, ο Καποδίστριας ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ρωσίας στην ομώνυμη συνδιάσκεψη, όπου προσπάθησε να επιβάλει τις ρωσικές απόψεις, επιτυγχάνοντας την ακεραιότητα της Γαλλίας και την επιβολή συνταγματικής διακυβέρνησης στα Επτάνησα. Με δική του παρέμβαση πέτυχε η Ιόνιος Πολιτεία να αποκτήσει τα βασικά χαρακτηριστικά κράτους, δηλαδή σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, εκλεγμένη κυβέρνηση και σημαία. Η συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην προσωπική διαδρομή του Καποδίστρια.

Μετά τη συνδιάσκεψη των Παρισίων, ο Τσάρος διόρισε τον Καποδίστρια γραμματέα επί των Εξωτερικών Υποθέσεων. Ήδη από το 1814 ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να αφήσει κενή τη θέση του υπουργού Εξωτερικών και να χειριστεί μόνος του την εξωτερική πολιτική, διορίζοντας όμως ως γραμματέα του επί των Εξωτερικών Υποθέσεων τον Νέσελροντ. Τον επόμενο χρόνο (1815) διόρισε και δεύτερο γραμματέα, αυτή τη φορά τον Καποδίστρια. Αυτός εξήγησε στον τσάρο ότι αυτή η θέση θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση, καθώς οι συμπατριώτες του Επτανήσιοι και οι άλλοι Έλληνες θα περίμεναν μεγάλη βοήθεια από αυτόν (τον Καποδίστρια), κάτι που πιθανά θα δημιουργούσε δυσπιστία στην Αγγλία και τις άλλες δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος δεν μπορούσε να αποξενωθεί από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο τσάρος επέμενε στην άποψή του, λέγοντας ότι αυτό θα ήταν ωφέλιμο και για τους Έλληνες, και υπέγραψε το διάταγμα που το διόριζε Γραμματέα της Επικρατείας επί των Εξωτερικών (Secretaire d' Etat).

Ο Νέσελροντ είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια από καιρό, οπότε ουσιαστικός διαχειριστής των εξωτερικών υποθέσεων ήταν ο Καποδίστριας, ο οποίος συμβούλευε τον Τσάρο για όλα τα θέματα. Ως γραμματέας πλέον επί των εξωτερικών, ο Καποδίστριας συμμετείχε στο συνέδριο του Άαχεν και στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ. Μετά το τέλος των διπλωματικών του υποχρεώσεων ζήτησε και έλαβε άδεια για να ταξιδέψει στην πατρίδα του, την Κέρκυρα. Μετά από παραμονή δύο μηνών αναχώρησε για την Ιταλία και στη συνέχεια για το Λονδίνο, όπου έτυχε ψυχρής υποδοχής. Στις συζητήσεις του με τους Άγγλους αξιωματούχους σχετικά με το ζήτημα των Ιονίων νήσων δε βρήκε ανταπόκριση με αποτέλεσμα να αποχωρήσει άπρακτος για την Αγία Πετρούπολη.

Το 1820 και 1821 συμμετείχε στα συνέδρια του Τροππάου και του Λάιμπαχ. Στα δύο αυτά συνέδρια ο Τσάρος Αλέξανδρος, επηρεασμένος από τον Μέτερνιχ, ακολούθησε την πολιτική της Αυστρίας παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον Καποδίστρια. Στο συνέδριο του Λάιμπαχ ήρθε η είδηση για την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Υψηλάντης μάλιστα απέστειλε επιστολή στον Τσάρο ζητώντας του τη βοήθειά του. Η απάντηση του Τσάρου ήταν η επίσημη καταδίκη της Επανάστασης, η απόταξη του Αλ.Υψηλάντη και η άδεια εισόδου του οθωμανικού στρατού στις Ηγεμονίες, μέτρα που στον Υψηλάντη ειδικά ανακοινώθηκαν με επιστολή γραμμένη και υπογεγραμμένη από τον Καποδίστρια.

Παρ' όλα αυτά, ο Καποδίστριας μυστικά πίεζε τον Τσάρο να ταχθεί υπέρ των Ελλήνων. Στο δε συνέδριο έδωσε πραγματική μάχη για να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ξένες δυνάμεις να κρατήσουν αυστηρή ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεων εξηγείται και το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στον Σουλτάνο ύστερα από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Ελλήνων. Η διαφωνία μεταξύ Τσάρου και Καποδίστρια δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο δεύτερος υποστήριζε την ανάληψη μονομερούς ενέργειας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο πρώτος ενδιαφερόταν μόνο για τη στάση του Λονδίνου. Από τα τέλη του 1821 ο Καποδίστριας είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια και στις αρχές του 1822 ο Τσάρος αποφάσισε να αφαιρέσει τη διαχείριση του ανατολικού ζητήματος από τον Καποδίστρια. Το Φεβρουάριο του 1822 ο Τσάρος απέστειλε στη Βιέννη, εν αγνοία του Καποδίστρια, τον Τατίτσεφ με εντολές να εξουσιοδοτήσει τον Μέτερνιχ να διαπραγματευθεί για λογαριασμό της Ρωσίας με την Υψηλή Πύλη. Λίγες μέρες πριν ο Αυστριακός πρεσβευτής είχε παραπονεθεί στον Τσάρο ότι ο Καποδίστριας επίτηδες συκοφαντούσε τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας στον Τσάρο προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του σχετικά με το ανατολικό ζήτημα.

Ο παραγκωνισμός του στην αυλή από τον Νέσελροντ και η συνεχής διαφωνία του με τον Τσάρο τον ανάγκασαν να ζητήσει ιδιαίτερη ακρόαση από τον τελευταίο. Σε αυτή του ανακοίνωσε τη διαφωνία του σχετικά με τη νέα εξωτερική πολιτική. Απότοκος της συζήτησης αυτής ήταν η παραχώρηση άδειας για λόγους υγείας στον Καποδίστρια. Ο Τσάρος απέφυγε να τον απομακρύνει από την θέση του υπουργού Εξωτερικών για να μη γίνει γνωστή η διαφωνία τους.

Στις 19 Αυγούστου 1822 αναχώρησε από την Αγία Πετρούπολη, αφού πρώτα παραιτήθηκε από τη ρωσική κυβέρνηση, και λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, προκειμένου να βοηθήσει την Ελληνική Επανάσταση. Εκεί συναναστρεφόταν με τον γνωστό τραπεζίτη Εϋνάρδο και έκανε τα πάντα για την επαναστατημένη Ελλάδα ενισχύοντας τον φιλελληνισμό. Παράλληλα, πραγματοποιούσε επαφές με διακεκριμένες προσωπικότητες, όπως τον Στράτφορντ Κάνινγκ (Stratford Canning), ξάδελφο του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Γεώργιου Κάνινγκ και πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη κ.α.

Η Γ' Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων

Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ' αυτού
και υπάρχει υπέρ αυτού