ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ
ΤΗΝ 5η ΜΑΪΟΥ ΤΟΥ 1827, ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΕ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΡΑΤΟΣ




Μέσα σε δύο περίπου χρόνια οι Έλληνες μπόρεσαν να ανασυνταχθούν και να ανασυγκροτήσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, με αποτέλεσμα να τις οδηγήσουν νικηφόρα στον Αγώνα της Επανάστασης και να δημιουργήσουν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο Κράτος.



Τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν την 5η Μαϊου του 1827, μέχρι και την ανακήρυξη της Ελλάδας σε ανεξάρτητο κράτος

Μετά τη λήξη των εργασιών της Γ' Εθνοσυνέλευσης, η Αντικυβερνητική Επιτροπή συνεδρίασε στον Πόρο και όρισε τους εξής Γραμματείς της Επικρατείας, δηλαδή τους υπουργούς: Εξωτερικών τον Γεώργιο Γλαράκη, Εσωτερικών και Αστυνομίας τον Αναστάσιο Λόντο, Οικονομίας τον Γεώργιο Μαυρομάτη, Πολεμικών τον Ανδρέα Μεταξά, Παιδείας και Δικαίου τον Γεράσιμο Κώπα και προσωρινά των Ναυτικών τον Γεώργιο Γλαράκη.

Η "Αντικυβερνητική Επιτροπή" από τις 15 Απριλίου μέχρι και τις 14 Ιουνίου του 1827 είχε ως έδρα της τον Πόρο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο όπου ήταν η έδρα της Κυβέρνησης και της Βουλής σύμφωνα με το ΙΗ' ψήφισμα της 4ης Μαϊου του 1827.

Στις 16 Ιουνίου η "Αντικυβερνητική Επιτροπή" εξέδωσε διακήρυξη που καλούσε τους Έλληνες να αφήσουν τις οξύτητες και τα πάθη και με σύμπνοια να ασχοληθούν με την Επανάσταση και να πάρουν μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Οθωμανών.

Στις 20 Ιουνίου ορκίστηκε η Βουλή των Ελλήνων και ξεκίνησε τις εργασίες της στο Βουλευτήριο, ένα παλιό τζαμί στην πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου.

Στις 30 Ιουνίου η "Αντικυβερνητική Επιτροπή" εγκαταστάθηκε στο "Μπούρτζι", λόγω των ταραχών που γινόντουσαν στην πόλη του Ναυπλίου.

Επειδή οι ταραχές στο Ναύπλιο συνεχίζονταν και η κατάσταση χειροτέρευε, η "Αντικυβερνητική Επιτροπή" στα μέσα Ιουλίου κάλεσε στο Ναύπλιο τον Αρχιστράτηγο Richard Church, για να επιβάλει την τάξη.

Στις αρχές Αυγούστου έγινε γνωστό ανεπίσημα στους Έλληνες, ότι στις 6 Ιουλίου του 1827 υπογράφτηκε στο Λονδίνο από την Αγγλία, την Γαλλία και την Ρωσία η συνθήκη για την παύση του πολέμου μεταξύ των Ελλήνων και των Οθωμανών.

Στις 17 Αυγούστου η "Αντικυβερνητική Επιτροπή" μαζί με τη Βουλή εγκατέλειψαν το Μπούρτζι και το Ναύπλιο και μετέφεραν την έδρα τους στην Αίγινα.

Στις 18 Αυγούστου του 1827 οι εντεταλμένοι Ναύαρχοι των τριών μεγάλων δυνάμεων, επέδωσαν και επίσημα στην "Αντικυβερνητική Επιτροπή" την επίσημη δήλωση της υπογραφής του τέλους των εχθροπραξιών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, όπως πρέσβευε η συνθήκη του Λονδίνου, που προαναφέρουμε πιο πάνω.

Στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις απάντησε το 7μελές Συμβούλιο που ήταν αρμόδιο από το ΙΣΤ' ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, για την σύναψη συμφωνίας με τους Οθωμανούς. Σύμφωνα με την απάντηση που δόθηκε στις 21 Αυγούστου του 1827, οι Έλληνες αποδέχθηκαν μόνο την ανακωχή ενώ οι Οθωμανοί απέρριψαν παντελώς την συνθήκη.

Η κατάσταση στο εσωτερικό της Χώρας μέχρι το τέλος του 1827 συνέχιζε σε όλους τους τομείς να μην είναι καλή. Τίποτα δεν λειτουργούσε σωστά. Δεν υπήρχε οργάνωση, πειθαρχία και προγραμματισμός. Η οικονομία ήταν ανύπαρκτη και στα πολεμοφόδια - τροφοδοσία του στρατού και του ναυτικού, υπήρχε τεράστια έλλειψη.
Σε όλο αυτό το διάστημα η μόνη καλή στιγμή για τους Έλληνες ήρθε στα μέσα του Νοεμβρίου, με την καταστροφή του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.


Η έλευση στην Ελλάδα του Πρώτου Κυβερνήτη των Ελλήνων, Ιωάννη Καποδίστρια.

Στις 8 Ιανουαρίου 1828, δέκα μήνες μετά την απόφαση της Γ' Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες αργότερα, στις 12 Ιανουαρίου 1828, εφτασε στην Αίγινα πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους.

Στις αρχές του 1828, στις 14 Ιανουαρίου, παραιτήθηκε και επίσημα η Αντικυβερνητική Επιτροπή, λόγω της έλευσης του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Καποδίστριας ανέλαβε τη διακυβέρνηση μιας χώρας που έβγαινε από πολύχρονο αγώνα, ενώ οι κάτοικοι της και ιδιαίτερα οι πρόσφυγες ήταν σε κακή κατάσταση και εξαθλιωμένοι.

Ο Καποδίστριας στο εσωτερικό της χώρας είχε να αντιμετωπίσει τα εχθρικά στρατεύματα, την πειρατεία, τη ληστεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, τη διάλυση του στρατού, τις εμφύλιες διαμάχες, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας.

Με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα, όλα άρχισαν να μεταβάλονται προς το καλύτερο. Ο Κυβερνήτης επιχείρησε να οργανώσει το κράτος, βελτιώνοντας τη διοίκηση, τους νόμους και την οικονομία του.

Δημιουργήθηκε για τα χρόνια εκείνα, ικανή Κυβέρνηση για να συνεχίσει την Επανάσταση οδηγώντας τους Έλληνες στην νίκη.
Ανακήρυξε την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την αναδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, καθώς και τη θέσπιση νομικού πλαισίου του νέου κράτους.
Aναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις σε τακτικά σώματα υπό ενιαία διοίκηση και αποκατέστησε την τάξη.
Έλυσε το οικονομικό πρόβλημα και λειτούργησε σωστά την Ελληνική διπλωματία, προκειμένου να προωθήσει τα Ελληνικά ζητήματα στο εξωτερικό.
Παράλληλα προσπάθησε και πέτυχε την επέκταση των συνόρων του νέου κράτους και την κατοχύρωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Τις πρώτες ημέρες μετά την άφιξή του στην Αίγινα, ο Καποδίστριας συναντήθηκε με πολιτικούς παράγοντες και με άλλους σημαντικούς Έλληνες αυτής της εποχής για να ακούσει τις απόψεις τους για τα "πράγματα" και να αποκτήσει μία πιο σφαιρική γνώση για τα τεκτενόμενα στην Ελλάδα.

Στις 18 Ιανουαρίου ο Κυβερνήτης είχε την πρώτη επίσημη συνάντησή του με το Νομοθετικό σώμα (την Βουλή που εκλέχθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση). Ειδικά εξουσιοδοτημένη Επιτροπή του Σώματος, με επικεφαλή τον Πρόεδρο της Βουλής Νικόλαο Ρενιέρη, παρουσίασε στον Κυβερνήτη σύνοψη του έργου της, καθώς και μνημόνιο με τα εκκρεμή ζητήματα, ώστε να ενημερωθεί πλήρως.

Στη συνεδρίαση αυτή ο Ι. Καποδίστριας ζήτησε προκειμένου να ασκήσει το κυβερνητικό του έργο, την αλλαγή ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος και συγκεκριμένα ζήτησε τη διάλυση του ίδιου του Νομοθετικού σώματος, διαφορετικά θα αναχωρούσε από την Ελλάδα.

Το Βουλευτικό συνεδρίασε την 19η Ιανουαρίου του 1828 και αποδέχτηκε τις προτάσεις του Ι. Καποδίστρια. Ταυτόχρονα με την «Πράξιν ΝΗ΄» αποφάσισε:
α) την αυτοδιάλυσή του
β) την κατάργηση των μέχρι πρότινος Υπουργείων «Γραμματειών»,
γ) την σύσταση μίας και μόνης «Γραμματείας της Επικράτειας», με επικεφαλή έναν Γενικό Γραμματέα που θα συνυπέγραφε μαζί με τον Κυβερνήτη τα ψηφίσματα,
δ) την διαίρεση της χώρας σε διοικητικές περιφέρειες, που η κάθε μία είχε επικεφαλή τον προσωρινό Επίτροπο και τα χωριά της περιφέρειας διοικούνταν από τους Δημογέροντες,
ε) τη συγκρότηση, στη θέση της Βουλής, γνωμοδοτικού και συμβουλευτικού οργάνου στον Κυβερνήτη, το «Πανελλήνιον», αποτελούμενο από 27 μέλη, μέχρι να γίνει νέα Εθνοσυνέλευση στα τέλη Απριλίου του 1828.

Το "Πανελλήνιον" είχε τρία τμήματα. Το Πρώτο τμήμα ασχολείτο με την Οικονομία, το Δεύτερο με την εσωτερική Διοίκηση της Ελλάδος και το Τρίτο με τη Στρατιωτική δύναμη της Ξηράς και του Ναυτικού.

Στις 20 Ιανουαρίου του 1828 με το ΝΗ' ψήφισμα της Βουλής, επικυρώθηκε το 1ο ψήφισμα του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Με αυτό το ψήφισμα η εξουσία του Καποδίστρια εμφανίζεται ενισχυμένη, με τη Νομοθετική και Εκτελεστική εξουσία στα χέρια του, αφού τη διακυβέρνηση της Ελλάδος ανέλαβε η «Γραμματεία της Επικράτειας», ένα είδος υπουργικού συμβουλίου διοικούμενου από τον ίδιο.

Στις 22 Ιανουαρίου ο Καποδίστριας εξέδωσε διάταγμα, στο οποίο αναφερόταν ο τρόπος λειτουργίας και τα καθήκοντα του "Πανελληνίου", καθώς και της «Γραμματείας της Επικράτειας».

Στις 23 Ιανουαρίου ο Καποδίστριας εξέδωσε τρία νέα ψηφίσματα τα οποία αναφερόντουσαν στην δημιουργία:
1. Πολεμικού Συμβουλίου
2. Υπουργικού Συμβουλίου
3. Εκκλησιαστικής Επιτροπής

Την ίδια ημερομηνία ο Καποδίστριας με ένα άλλο διάταγμά του, διόρισε ως Γενικό Γραμματέα της «Γραμματείας της Επικράτειας» τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.

Στις 26 Ιανουαρίου 1828 έλαβε χώρα η επίσημη τελετή ανάληψης των καθηκόντων του Κυβερνήτη, των εννέα πρώτων Μελών του «Πανελληνίου» και του Γραμματέα της Επικράτειας. Το πρωϊ της 26ης Ιανουαρίου ορκίστηκαν στην Μητρόπολη της Αίγινας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, τα πρώτα Μέλη του "Πανελληνίου" και ο Γενικός Γραμματέας Σπυρίδων Τρικούπης. Άλλα έξι Μέλη του "Πανελληνίου" ορκίστηκαν στις 3 Φεβρουαρίου.

Στις 2 Φεβρουαρίου ιδρύθηκε η "Εθνική Χρηματιστηριακή τράπεζα" με το ΙΖ' ψήφισμα, στις 3 Φεβρουαρίου ιδρύθηκε ο "Οργανισμός Εμπορικής Ναυτιλίας" και δημιουργήθηκε η "Επιτροπή της Διευθύνσεως του Ταμείου".

Διαίρεσε τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Επτά περιφέρειες είχε η Πελοπόννησος, έξι περιφέρειες είχαν τα Νησιά και ανάλογες επαρχίες αναμενόταν να γίνουν και στην Στερεά Ελλάδα, όταν και αυτή θα είχε προσχωρήσει στο ελεύθερο Κράτος.

Σε κάθε περιφέρεια προσωρινοί Διοικητές ήταν οι Επίτροποι και κάθε χωριό της επαρχίας διοικούνταν από τους Δημογέροντες.


Η πρώτη κίνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, αναφορικά με τη στρατιωτική πολιτική του. Δημιουργήθηκε το «Πολεμικό Συμβουλίο» της Ελλάδος

Το «Πολεμικόν Συμβούλιο» ήταν ανώτατο τριμελές όργανο εποπτείας και διοίκησης του στρατού και του στόλου, του οποίου προήδρευε ο ίδιος ο Κυβερνήτης. Δηλαδή την Ηγεσία του Στρατού και του Στόλου θα ασκούσε προσωπικά ο ίδιος ο Καποδίστριας.
Μέλη του «Πολεμικού Συμβουλίου» ήταν ο Αρχιστράτηγος των χερσαίων δυνάμεων Ρίτσαρντ Τσωρτς και ο Αρχιναύαρχος των Ναυτικών δυνάμεων, Ναύαρχος Κόχραν.

Αρχηγοί του στρατού διορίστηκαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην Πελοπόννησο, ο Ρίτσαρντ Τσωρτς στην Δυτική Στερεά Ελλάδα, με Επιτελάρχη τον Γάλλο φιλέλληνα Ντενζέλ και ο Δημήτριος Υψηλάντης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με Επιτελάρχη τον Γάλλο φιλέλληνα Γκραγιάρ.
Ο Ρίτσαρντ Τσωρτς διατηρούσε τον τίτλο του Αρχιστρατήγου, που είχε από την Γ' Εθνοσυνέλευση, αλλά στην ουσία περιορίστηκε ως Διοικητής του Στρατού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Επειδή στα τέλη Δεκεμβρίου του 1827 αναχώρησε από την Ελλάδα ο Αρχιναύαρχος των Ναυτικών δυνάμεων, Ναύαρχος Κόχραν, ο Καποδίστριας διόρισε Αρχηγό του Στόλου στο Αιγαίο τον Ανδρέα Μιαούλη, Αρχηγό των Πυρπολικών τον Κωνσταντίνο Κανάρη, Αρχηγό του Στόλου στις ακτές Μεσσηνίας στον Γεώργιο Σαχτούρη, Αρχηγό του Στόλου στον Ευβοϊκό Κόλπο τον Γεώργιο Σαχίνη και Αρχηγό του Στόλου Δυτικής Ελλάδος στον Άγγλο Ναύαρχο Άστιγξ.


Η δεύτερη κίνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, αναφορικά με τη στρατιωτική πολιτική του. Δημιουργήθηκαν οι στρατιωτικές Χιλιαρχίες της Ελλάδος.

Με το διάταγμα της 15ης Φεβρουαρίου 1828 "Περί Οργανισμού των Χιλιαρχιών", ξεκίνησε η οργάνωση των ατάκτων στρατιωτών, με σκοπό την μετατροπή τους σε πειθαρχημένο Τακτικό στρατό. Αυτό είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα να εξαλειφθεί από την ύπαιθρο η ληστεία, η οποία αποτελούσε πραγματική μάστιγα εκείνης της εποχής.

Η Χιλιαρχία ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική μονάδα και χωριζόταν σε πεντακοσιαρχίες, εκατονταρχίες, πεντηκονταρχίες, εικοσιπενταερχίες, δωδεκαρχίες και πενταρχίες. Η κάθε Χιλιαρχία εκτός από τον Διοικητή της είχε τον υπασπιστή του Διοικητή, αξιωματικούς, σημαιοφόρους, υπαξιωματικούς, σαλπιγκτές, ταμία, φροντιστή, ιερέα και γιατρό.

Βασικό μέλημα της Κυβέρνησης, των Διοικητών και των άλλων επικεφαλείς των Χιλιαρχιών, ήταν να ανεβάσουν με κάθε τρόπο το ηθικό των στρατιωτών και να ενισχύσουν την πειθαρχία τους, λύνοντας τα προβλήματα τους, οργανώνοντας σωστά τον Στρατό και βελτιώνοντας τον ανεφοδιασμό του με τρόφιμα και πολεμοφόδια.

Από τις 29 Μαρτίου του 1828 η επιμέλεια του εφοδιασμού του Στρατού και του Ναυτικού σε τρόφιμα και πολεμοφόδια, είχε ανατεθεί στο Γενικό Φροντιστήριο Τροφοδοσίας του Στρατού, που είχε τις κεντρικές αποθήκες του στον Πόρο και παραρτήματα το Φροντιστήριο του Στρατοπέδου Δυτικής Ελλάδος, με αποθήκες στο Κανδήλι και στο Δραγάμεστο και το Φροντιστήριο του Στρατοπέδου Ανατολικής Ελλάδος, με αποθήκες στη Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα και στο Ναύπλιο.

Το πρώτο στρατόπεδο των Ελληνικών Δυνάμεων της εποχής του Καποδίστρια, δημιουργήθηκε στην περιοχή του Δαμαλά υπό την εποπτεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τις πολεμικές σημαίες τις επέδωσε ο ίδιος ο Καποδίστριας.

Στο στρατόπεδο του Δαμαλά από τις 7 μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου είχαν συγκροτηθεί τρεις Χιλιαρχίες και μία Πεντακοσιαρχία. Η ορκομωσία αυτών των στρατιωτικών μονάδων έγινε στον Δαμαλά, στις 11 Μαρτίου μπροστά στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Αργότερα, την 1η Απριλίου, δύο χιλιαρχίες ανεχώρησαν από το στρατόπεδο του Δαμαλά, για το νέο στρατόπεδό τους στα Μέγαρα, όπου γινόταν η εκπαίδευση των στρατιωτικών μονάδων της Δυτικής Ελλάδας υπό την Αρχηγία του Ρίτσαρντ Τσωρτς.

Στο στρατόπεδο της Ελευσίνας γινόταν η εκπαίδευση των στρατιωτικών μονάδων της Κεντρικής και Ανατολικής Ελλάδος, στην οποία εκτός από στρατιώτες της Κεντρικής και Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας υπήρχαν και στρατιώτες από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, από τα Νησιά του Αιγαίου και από άλλα μέρη της Ελλάδας.

Την 1η Iουλίου του 1828, στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του Στρατού, ο Καποδίστριας ιδρύει στο Ναύπλιο τον «Λόχο των Προγυμναστών», Σχολή για αξιωματικούς του Στρατού.

Το διάταγμα της ίδρυσής της Σχολής υπογράφτηκε αργότερα στις 21 Δεκεμβρίου 1828 και η Σχολή μετονομάστηκε με αυτό το διάταγμα σε «Λόχο των Ευελπίδων».

Ένα μήνα αργότερα ο Λόχος των Ευελπίδων αναδιοργανώθηκε υπό την ονομασία «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον των Ευελπίδων» και ξεκίνησε η εκπαίδευση των οκτώ πρώτων μαθητών, που ονομάστηκαν Ευέλπιδες.

Οι πρώτοι οκτώ Ανθυπολοχαγοί Πυροβολικού αποφοίτησαν από τη Σχολή Ευελπίδων το 1831 και στους πρώτους αυτούς Ευέλπιδες φόρεσε τις επωμίδες ο ίδιος ο Καποδίστριας.


Η τρίτη κίνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, αναφορικά με το Ναυτικό της Ελλάδος

Ο Κυβερνήτης αποφάσισε να περάσει ο στόλος στην ουσιαστική δικαιοδοσία της Κυβέρνησης, δεδομένου ότι μέχρι τότε τα πλοία ήταν στην ιδιοκτησία των καραβοκύρηδων.

Ο Κυβερνήτης αποφάσισε να καταστείλει την πειρατεία. Οι πειρατές είχαν δύο ορμητήρια, το ένα στις Βόρειες Σποράδες και το άλλο στη Γραμβούσα της Κρήτης και είχαν δημιουργήσει πολύ σοβαρά προβλήματα στην Ευρωπαϊκή Ναυτιλία, στο Αιγαίο.

Η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε να καταστείλει την πειρατεία που είχε ως ορμητήριο τις Βόρειες Σποράδες, αναθέτοντας την όλη επιχείρηση στον Ανδρέα Μιαούλη. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου και στέφθηκε με επιτυχία, μέσα σε λίγες ημέρες, χωρίς τη χρήση βίας.

Τους πειρατές της Γραμβούσας ανέλαβαν το Αγγλικό και το Γαλλικό Ναυτικό, με τη συμπαράσταση της Ελληνικής Κυβέρνησης. Και στη Γραμβούσα η πειρατεία κατεστάλει μέσα σε λίγες ημέρες, αλλά με τη χρήση βίας.

Γενικά, όταν ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα, υπήρχαν μόνο επτά πολεμικά πλοία, ενώ τον Ιούλιο του 1831 ο Ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 57 εξοπλισμένα πλοία που είχαν περίπου 350 πυροβόλα και πλήρωμα περίπου 2.000 άντρες.


Η τέταρτη κίνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, αναφορικά με την βασική Εκπαίδευση

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στη βασική εκπαίδευση των Ελλήνων. Ο Καποδίστριας υιοθετεί την ήδη υπάρχουσα «αλληλοδιδακτική μέθοδο διδασκαλίας» και αναθέτει στον Ιωάννη Κοκκώνη την μετάφραση και την προσαρμογή στις ελληνικές ιδιαιτερότητες, του εγχειριδίου αλληλοδιδακτικής του Γάλλου παιδαγωγού Σαραζίν. Τον Ιούλιο του 1830 με σχετικό διάταγμα η αλληλοδιδακτική καθιερώθηκε ως η επίσημη μέθοδος διδασκαλίας στα ελληνικά σχολεία.

Αρμόδια Επιτροπή ανέλαβε τη σύνταξη βιβλίων και τη δημιουργία αλληλοδιδακτικών σχολείων, στα οποία οι καλύτεροι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων μάθαιναν στους μικρότερους με τη βοήθεια του δασκάλου γραφή και ανάγνωση.

Τον Οκτώβριο του 1828 θεμελιώνεται το Ορφανοτροφείο της Αίγινας, σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Στο Ορφανοτροφείο λειτούργησαν αλληλοδιδακτικά, ελληνικά και χειροτεχνικά σχολεία και σε αυτό παράλληλα, περιθάλπει γύρω στα 500 ορφανά Ελληνόπουλα, λόγω του πολέμου, πολλά εκ των οποίων αγοράστηκαν από σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου όπου είχαν πουληθεί.

Στον περίβολο του Ορφανοτροφείου λειτούργησαν α. Η πρώτη Εθνική Βιβλιοθήκη, η οποία στο τέλος του 1830 διέθετε 1.018 τόμους βιβλίων, όλα από δωρέες ιδιωτών, β. Το πρώτο Αρχαιολογικό μουσείο, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1829 και γ. Το Εθνικό Τυπογραφείο.

Τον Ιούνιο του 1831 ξεκίνησε και η λειτουργία του 1ου δημοτικού σχολείου του Άργους, χωρητικότητας 300 μαθητών, το κτίριο του οποίου παραμένει εν λειτουργία μέχρι και σήμερα.

Για την εκπαίδευση και επιμόρφωση των πολιτών, ιδρύθηκαν επίσης :
- Η Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας, η οποία ιδρύθηκε το 1829 με Διευθυντή τον λόγιο Γρηγόριο Παλαιολόγο.
- Η Εκκλησιαστική Σχολή του Πόρου στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής στον Πόρο, που λειτούργούσε από τον Μάρτιο του 1830 ως Εκκλησιαστική σχολή.
- Η Εμπορική Σχολή στη Σύρο, η οποία ιδρύθηκε στις 23 Απριλίου του 1830.
- Η Στρατιωτική Σχολή στο Ναύπλιο, η οποία ιδρύθηκε την 1η Iουλίου του 1828.
- Στην Αίγινα λειτούργησε επίσης και το πρώτο Ελληνικό Γυμνάσιο, στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας.

Ο Καποδίστριας δεν ίδρυσε Πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης.

Συνολικά, ο Καποδίστριας:
- Κατάφερε να ιδρύσει 121 σχολεία όλων των βαθμίδων με 9.246 μαθητές (ο πληθυσμός της τότε ελεύθερης Ελλάδας ανερχόταν μόλις στις 600.000 χιλ.), ενώ άλλοι 5.000 μαθητές διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση από ελεύθερους δασκάλους, κυρίως εξαιτίας έλλειψης αιθουσών διδασκαλίας.
- Φρόντισε για τη μετεκπαίδευση όλων των δασκάλων στις νέες μεθόδους διδασκαλίας.
- Σύστησε ειδικές επιτροπές για τη σύνταξη νέων σχολικών βιβλίων, για την αναθεώρηση, μετάφραση και εκσυγχρονισμό όλων όσων υπήρχαν, με σκοπό να υπάρξει μια ομοιόμορφη και συστηματική διδασκαλία σε όλα τα σχολεία του κράτους,
- Έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και καθιέρωσε τη δωρεάν φοίτηση για όλους τους μαθητές.
- Για τον εμπλουτισμό των γνώσεων των πολιτών εκδόθηκε από το 1831 η φιλολογική, επιστημονική και τεχνολογική εφημερίδα «Αιγιναία», από το Εθνικό Τυπογραφείο, της οποίας κύριος συνεργάτης ήταν ο ίδιος ο Κυβερνήτης, υπογράφοντας τα άρθρα του με τα αρχικά Ι.Κ.


Η πέμπτη κίνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, αναφορικά με την Ελληνική Οικονομία

Ο Καποδίστριας, προσπαθώντας να ενισχύσει την Ελληνική Οικονομία και για να διευκολυνθούν οι συναλλαγές, ίδρυσε με το ΙΖ' ψήφισμα, την "Εθνική Χρηματιστηριακή τράπεζα" στις 2 Φεβρουαρίου του 1828.

Παράλληλα ίδρυσε και το Εθνικό Νομισματοκοπείο που καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το τουρκικό γρόσι.

Η Τράπεζα αυτή απέτυχε είτε γιατί κατά μία άποψη, το Δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων, είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το Καποδιστριακό καθεστώς, είτε εξαιτείας της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον νέο αυτό θεσμό.

Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο με την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο, καθώς και με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων.

Επίσης ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας, καθώς και για τα παιδιά των φτωχών αγροτών, στα οποία δίδασκε στοιχειώδεις γνώσεις γεωργικής πρακτικής και τα ενθάρρυνε στην καλλιέργεια της πατάτας.

Μερίμνησε επίσης για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση των κατεστραμένων ελληνικών πόλεων, όπως του Ναυπλίου, του Άργους, του Μεσολογγίου και της Πάτρας, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη.


Αναφορικά με την Ελληνική Διπλωματία και την Εξωτερική Πολιτική

Ταυτόχρονα με όλα τα παραπάνω, ο Καποδίστριας είχε από την αρχή κατά νου, ότι έπρεπε να εξασφαλίσει με ένοπλο αγώνα εναντίον των Οθωμανών, όσο το δυνατόν περισσότερα ελεύθερα εδάφη, για να χρησιμοποιήσει τις στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων, στο διπλωματικό πεδίο.

Γι' αυτό το λόγο αρνήθηκε να υπακούσει στις εκκλήσεις του Ναυάρχου Μάλκολμ και του νέου Πρέσβη Ντόκινς, που ζητούσαν να αποσύρει τις Ελληνικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο. Αντίθετα προσπάθησε να κρατά επαναστατημένη την Κρήτη και τη Στερεά Ελλάδα, προκειμένου οι περιοχές αυτές να συμπεριληφθούν στο νέο Ελληνικό κράτος.

Για το λόγο αυτό οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Στερεά Ελλάδα, με στρατηγούς τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον Ρίτσαρντ Τσωρτς και τον Δημήτριο Υψηλάντη και στήριξε δύο ανεπιτυχείς εκστρατείες του Ελληνικού στρατού και φιλελλήνων σε Χίο και Κρήτη, που δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Όλα αυτά γνωρίζοντας ότι τις μεγαλύτερες δυσκολείες για την επίτευξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, θα τις συναντήσει από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, την Αγγλία, την Γαλλία και την Ρωσία.

Μεγάλη διπλωματική νική των Ελλήνων ήταν η αποδοχή της ανακωχής από τους Έλληνες, μέσω της Συνθήκης της 6ης Ιουλίου, καθώς και η "τήρηση" πολιτικής ίσης φιλίας ως προς τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης.

Αποτέλεσμα των παραπάνω και των άλλων πολύ καλών διπλωματικών ενεργειών της Ελληνικής κυβέρνησης για το Ελληνικό ζήτημα, ήταν οι Ευρωπαίοι με την πάροδο του χρόνου, να βλέπουν θετικά τη βόρεια συνοριακή γραμμή από τον Παγασητικό Κόλπο μέχρι τον Αμβρακικό Κόλπο στις σχέσεις του Ελληνικού κράτους με τους Οθωμανούς.

Συνέπεια αυτής της μεταστροφής του πολιτικού κλίματος υπέρ της Ελλάδος, ήταν τον Σεπτέμβριο του 1828 στο συνέδριο του Πόρου, οι πρέσβεις των τριών δυνάμεων να συμφωνήσουν αρχικά να περιληφθούν στο νέο Ελληνικό κράτος και η Κρήτη και η Σάμος.

Τελικά η προσχώρηση στο νέο Ελληνικό κράτος της Κρήτης και της Σάμου δεν έγινε, λόγω του Πρωτοκόλλου της 4/16 Νοεμβρίου του 1828.

Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, της 4/16 Νοεμβρίου του 1828, που έγινε σε διάσκεψη στο Λονδίνο αποφασίστηκε : "Η Πελοπόννησος, αι παρακείμεναι νήσοι και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες, να τεθώσιν υπό την προσωρινήν εγγύησην των τριών Αυλών, έως ότου να αποφασισθή οριστικώς η τύχη της Ελλάδος με την συγκατάθεσιν της Πύλης, χωρίς να εννοούν με τούτο να προαποφασίσουν εις το παραμικρόν το περί των οριστικών ορίων της Ελλάδος ζήτημα, το οποίον θέλει αποφασισθή εις τας μετά της Τουρκίας νέας διαπραγματεύσεις".

Όπως φαίνεται από την παραπάνω απόφαση, το πιο σημαντικό σημείο του Πρωτοκόλλου ήταν ότι δεν προδίκαζε τα οριστικά σύνορα της Ελλάδας.

Μετά τη Μάχη της Πέτρας και τις δυσμενείς εξελίξεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου, για τους Οθωμανούς, η Οθωμανική κυβέρνηση αναγκάστηκε την 14η Σεπτεμβρίου του 1829 να υπογράψει τη Συνθήκη της Ανδριανουπόλεως με τους Ρώσους.

Με τη Συνθήκη αυτή οι Οθωμανοί και οι Ρώσοι προσυπέγραφαν α. το τέλος του πολέμου των Οθωμανών με τους Έλληνες, β. τη βόρεια συνοριακή γραμμή του Οθωμανικού κράτους με την Ελλάδα που εκτεινόταν από τον Παγασητικό Κόλπο μέχρι τον Αμβρακικό Κόλπο και γ. ότι στα Ελληνικά εδάφη εκτός από την Στερεά Ελλάδα συμπεριλαμβανόταν και η Εύβοια.

Μετά από αυτές τις εξελίξεις και με πρωτοβουλία της Αγγλικής διπλωματίας, που έβλεπε να χάνει κεκτημένα δικαιώματα και τη Ρωσσία να πλησιάζει στο Αιγαίο, ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις μεταξύ των τριών ηγέτιδων δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, αποφασίστηκε νέα Διάσκεψη στο Λονδίνο.

Στην διάσκεψη αυτή υπογράφτηκε νέο πρωτόκολλο, σύμφωνα με το οποίο όριζε να προταθούν στους Τούρκους α. Η συνοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, β. Να συμπεριληφθούν στο Ελληνικό Κράτος οι Κυκλάδες και η Εύβοια, γ. Ο ετήσιος φόρος προς την Οθωμανική κυβέρνηση, δ. Ο τρόπος αποζημίωσης των περιουσιών των Μουσουλμάνων, που βρίσκονταν στην Ελληνική Επικράτεια, ε. Η αναγγελία γενικής αμνηστείας για τους Έλληνες και τους Τούρκους που συμμετείχαν στον πόλεμο και στ. Το δικαίωμα μεταναστεύσεως από την Τουρκία στην Ελλάδα και αντίστροφα για όσους ήθελαν.

Το παραπάνω πρωτόκολλο αναγνωρίζει ως σύνορα της Ελλάδας τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού (συνοριακή γραμμή Άρτας - Βόλου), χωρίς όμως να έχει στην ουσία η Ελλάδα ανεξαρτησία. Συγκεκριμένα αναγνωρίζει στην Ελλάδα αυτονομία, με καταβολή όμως φόρου υποτελείας στον Σουλτάνο.

Επίσης όσον αφορά στην επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Σαξ-Κόμπουργκ (Saxe-Coburg), ο οποίος όμως παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του θρόνου της Ελλάδας λόγω διαφωνιών για τα σύνορα.

Τελικά η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος στην τελευταία διάσκεψη του Λονδίνου, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, με το άρθρο 1. Συγκεκριμένα το άρθρο όριζε "Η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν".

Επίσης με το άρθρο 2 καθορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ της Ελλάδας και του Οθωμανικού κράτους και τα νησιά της Ελλάδας ως εξής: "... Η διοριστική γραμμή των συνόρων της Ελλάδος, αρξαμένη απο τας εκβολάς του Ασπροποτάμου, θέλει ανατρέξει τον ποταμόν αυτόν έως κατέναντι της λίμνης του Αγγελοκάστρου, και διασχίσασα τόσον αυτήν την λίμνην όσον και τας του Βραχωρίου και της Σταυροβίτσας, θέλει καταλήξει εις το όρος Άρτοτίνα, εξ ου θέλει ακολουθήσει την κορυφήν του όρους Οίτης, έως τον κόλπον του Ζητουνίου, εις τον οποίον θέλει καταντήσει προς τας εκβολάς του Σπερχειού. Όλαι αι χώραι και τόποι κείμενοι προς μεσημβρίαν αυτής της γραμμής... θέλουν ανήκει εις την Ελλάδα... Θέλουν ανήκει ωσαύτως εις την Ελλάδα η νήσος Εύβοια ολόκληρος, αι Δαιμονόνησοι, η νήσος Σκύρος και οι νήσοι, αι εγνωσμέναι το αρχαίον υπό το όνομα Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της νήσου Αμοργού, κείμεναι μεταξύ του 36 και 39 βαθμού πλάτους βορείου, και του 26 βαθμού μήκους ανατολικού του μεσημβρινού του Γρενβίσχ."

Σχετικά με το νέο πρωτόκολλο ο Καποδίστριας συμφωνούσε με την ανεξαρτησία, αλλά αντιδρούσε στα ζητήματα της εκκένωσης περιοχών απ' τον ελληνικό στρατό και στο ζήτημα του ξένου κληρονομικού μονάρχη.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας όταν ήρθε στην Ελλάδα βρήκε τον Ελληνικό Στρατό σε κακή κατάσταση και τους Οθωμανούς να επανακτούν τα εδάφη που είχαν χάσει από τους Έλληνες.

Μέσα σε δύο περίπου χρόνια μπόρεσε να ανασυντάξει και να ανασυγκροτήσει τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να τις οδηγήσει νικηφόρα στον Αγώνα της Επανάστασης και να δημιουργήσει την Ελλάδα ως ανεξάρτητο Κράτος.

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του, ο Καποδίστριας λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε λόγω των αντιδράσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Παρόλα αυτά η Ρωσία και η Γαλλία ανέλαβαν να ενισχύσουν οικονομικά την Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε ο Τσάρος, αποστέλλοντας 3.750.000 γαλλικά φράγκα.

Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία, ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς του κράτους.


Αναφορικά με την Εσωτερική Πολιτική της Ελλάδος

Στην εσωτερική πολιτική ζωή της Χώρας, μείζον πολιτικό θέμα, ήταν η καθυστέρηση των εκλογών, δηλαδή της συγκρότησης της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων.

Τελικά η Δ' Εθνοσυνέλευση έγινε στο Άργος, στο Αρχαίο Θέατρο της περιοχής, από τις 11 Ιουλίου έως τις 6 Αυγούστου 1829, δυο χρόνια περίπου μετά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Στην Δ' Εθνοσυνέλευση συμμετείχαν 236 πληρεξούσιοι από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι είχαν εκλεγεί για πρώτη φορά, από τις εκλογές που είχαν διενεργηθεί την άνοιξη του 1829 βάσει του νέου εκλογικού νόμου Καποδίστρια.

Στις εργασίες της Δ' Εθνοσυνέλευσης περιλαμβάνονται 13 ψηφίσματα με τα οποία:
α. Επικυρώθηκε η πολιτική και το κυβερνητικό έργο του Καποδίστρια
β. Συστάθηκε νέο γνωμοδοτικό όργανο, η Γερουσία με 27 γερουσιαστές, που αντικατέστησε το συμβουλευτικό σώμα του Πανελληνίου
γ. Πάρθηκαν σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τη λειτουργία του Ελληνικού κράτους. Χαρακτηριστικά νόμος για εκδίκαση υποθέσεων στα δικαστήρια και η απαγόρευση εξαγωγής αρχαιοτήτων από την Ελλάδα.

Τέλος, η μελλοντική αναθεώρηση του συντάγματος ανατέθηκε πλέον στον Κυβερνήτη και τη Γερουσία, οι οποίοι όφειλαν να μην παρεκκλίνουν από τις βασικές αρχές των συνταγμάτων της Επανάστασης.

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1829, στην Πέτρα της Βοιωτίας, οι εξεγερμένοι Έλληνες με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη νίκησαν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν να συνθηκολογήσουν. Μετά τη σημαντική αυτή νίκη, η Λειβαδιά και ουσιαστικά ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα παραδόθηκε στους επαναστάτες.

Μετά από αυτή τη σημαντική νίκη εξασφαλίστηκε η Ελληνική κυριαρχία στη Στερεά Ελλάδα, ενώ με τη Γαλλική συνδρομή εκκαθαρίστηκε η Πελοπόννησος απ' τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Παράλληλα συνεχιζόταν η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη (Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1828-1829)).

Με τη νικηφόρα Μάχη της Πέτρας, λίγες ημέρες μετά τη λήξη της Δ' Εθνικής Συνέλευσης, τερματίστηκαν τα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και ανάγκασαν τους Τούρκους να προσφύγουν σε συμφωνίες, για να τους αφήσουν οι Έλληνες να περάσουν προς βορρά.

Η Γ' Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων

Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ' αυτού
και υπάρχει υπέρ αυτού