Ο Ιωάννης Κωλέττης (Δήμας) (1773 ή 1774 - 31 Αυγούστου 1847) ήταν Έλληνας πολιτικός στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους, ιδρυτής του Γαλλικού Κόμματος και πρωθυπουργός της χώρας κατά τις περιόδους 1834 - 1835 και 1844 - 1847. Αποτελεί έναν από τους περισσότερο αμφιλεγόμενους πολιτικούς της περιόδου, καθώς συνδέθηκε - ανάμεσα σε άλλα - με διαφθορά, δωροδοκίες και συναλλαγές, νοθεία στις εκλογές, την απόκτηση μεγάλης περιουσίας από την πολιτική, τη δίωξη και την εξορία της Μαντώς Μαυρογένους και τη συκοφάντηση και τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1787 ή στο τέλος του 1788 στο χωριό Συρράκο των Ιωαννίνων και ήταν γιος του Προεστού Νικόλαου Ιωάννη Δήμα και της Ξανθής Τσομάγκα από το Χαλίκι Τρικάλων, συγγενής της οικογενειας Χατζηπέτρου και δεύτερη εξαδέλφη του Γεώργιου Τουρτούρη. Στο Συρράκο είχε έλθει η οικογένειά του από το Δελβινάκι, όπου είχε γεννηθεί ο παππούς του Ιωάννης. Το πραγματικό επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Δήμας και το προσωνύμιο Κωλέττης προήλθε από τη νεανική του ηλικία όταν αποκαλούταν Νικολέτος (μικρός Νικόλαος). Κατά τις σπουδές του στην Ιταλία, τον αποκαλούν αντί για Νικολέτο, Κολέτο και τελικά Κολέτη. Αδέλφια του ο μεγαλύτερος Χρήστος, η Αικατερίνη (μετέπειτα Αικατερίνη Μασκλαβάνη) και η Μαρία. Φοίτησε στο τοπικό Σχολείο και στους γειτονικούς Καλαρρύτες.
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα, όπου εργάστηκε μαθητευόμενος στο εμπορικό κατάστημα του συγγενή του Κώστα Δήμα, ενώ φοιτούσε παράλληλα στην Καπλάνειο Σχολή επί σχολαρχίας Αθανάσιου Ψαλίδα. Με προτροπή και οικονομική ενίσχυση του θειου του, Γεωργίου Τουρτούρη, μετέβη στην Πίζα, τη Φλωρεντία, το Μιλάνο, την Παβία, από το πανεπιστήμιο της οποίας έλαβε το δίπλωμά του στις 7/19 Ιουνίου 1808. Σύμφωνα με ισχυρισμούς του ίδιου στην Ιταλία συμμετείχε σε πατριωτική μυστική ομάδα ενώ την ίδια εποχή συνδέθηκε με στενή φιλία με τον λόγιο κληρικό Θεόφιλο Καΐρη, τον οποίο αργότερα υπερασπίστηκε σθεναρά στις εναντίον του διώξεις. Λόγω της παραμονής του στην Πίζα εκείνη την περίοδο το όνομα του συνδέεται από τους ερευνητές με την συγγραφή της επαναστατικής φυλλάδας Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος, πρωτοδημοσιευμένης το 1806 στην Ιταλία.Ωστόσο για άλλους ερευνητές ο Κωλέττης ήταν πολύ νέος ώστε να είναι σε θέση να συντάξει ένα τέτοιας ωριμότητας έργο. Επίσης η εκπεφρασμένη Γαλλοφιλία του και ο θαυμασμός του για τον Ναπολέοντα εκείνη την περίδο δεν συμβιβάζεται με όσα εκφράζει η Ελληνική Νομαρχία σε βάρος του Γάλλου δυνάστη. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς, «για να λεχουμε βεβαιότητες ή, τουλάχιστον πιθανότητες πρέπει να συγκρίνουμε φιλολογικά το κείμενο (ενν της Ελληνικής Νομαρχίας) με άλλα σύγχρονα κείμενα (ενν του Ιω. Κωλέττη)» τα οποία όμως δεν υπάρχουν. Γύρω στα 1810 επέστρεψε στα Ιωάννινα ιδιωτεύοντας ως ιατρός. Μετά από σχετική σύσταση του θείου του Τουρτούρη και λόγω της καλής φήμης που είχε αποκτήσει ο Αλή Πασά τον προσέλαβε ως προσωπικό του γιατρό, εισερχόμενος έτσι στην Αυλή του Αρβανίτη ηγεμόνα και αποκτώντας μεγάλη περιουσία: ενοικιαζε αγροτικές εκτάσεις στις περιοχές Ιωαννίνων, Άρτας, Τρικάλων και Πραστού Πελοποννησου και τοποθετούσε χρήματα σε πλοία των Σπετσών. Επίσης ο έντοκος δανεισμός χρημάτων ήταν ένας από τους τομείς των προεπαναστατικών οικονομικών δραστηριοτήτων του Ιωάννη Κωλέττη. Το 1819 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, εξασφαλίζοντας με τη θέση του τη μύηση στο επαναστατικό εγχείρημα σημαντικών Ελλήνων στρατιωτικών, οι οποίοι υπηρετούσαν στις δυνάμεις του Αλή πασά.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, εκμεταλλευόμενος την παράλληλη ανταρσία του Αλή προς την Πύλη, διέφυγε στο Συρράκο, όπου παρέμεινε μέχρι την πτώση του Αλή πασά, και στις 25 Ιουνίου 1821 κήρυξε μαζί με τον Ιωάννη Ράγκο την επανάσταση στο Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Η αποτυχία του εγχειρήματός τους οδήγησε στην καταστροφή των δύο κωμοπόλεων και στην καταφυγή του Κωλέττη στο Μεσολόγγι.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, υπάρχουν έγγραφα του Υπουργείου των Εσωτερικών στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπογεγραμμένα από τον Κωλέττη τα οποία φέρουν τεκτονικά σύμβολα. Ο ίδιος ερευνητής εικάζει πως ο Κωλέττης ήταν τέκτονας προεπαναστατικά και ίσως είχε μυηθεί στα Ιωάννινα ή στην Ιταλία. Η κατοπινή μύησή του στη Φιλική Εταιρεία ήταν μια φυσιολογική ακολουθία της τεκτονικής του ιδιότητας.
Ακολούθως μετέβη στην Πελοπόννησο, αναμειγνυόμενος πλέον ενεργά στην πολιτική του Αγώνα. Έτσι συνοδεύοντας τον Μαυροκορδάτο συμμετείχε στην Α΄Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου σαν ένας από τους παραστάτες της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, κατόρθωσε να διακριθεί χάρις στην ευγλωττία του και ανέλαβε καθήκοντα Μινίστρου των Εσωτερικών (15 Ιανουαρίου 1822), στα οποία προστέθηκαν και τα καθήκοντα του Προσωρινού Μινίστρου του Πολέμου (2 Φεβρουαρίου). Ήταν ο πρώτος τη τάξει υπουργός για το χρονικό διάστημα που απουσίαζε ο πρόεδρος του Εκτελεστικού Μαυροκορδάτος στην Δυτική Ελλάδα. Παράλληλα του ανατέθηκαν καθήκοντα αρχηγού του στρατού στην Εύβοια. Στις 25 Νοεμβρίου 1823 στη Β' Εθνοσυνέλευση εξελέγη μέλος του Εκτελεστικού και εκστράτευσε εναντίον των αντιπάλων της κυβέρνησης.
Το 1825 του ανατέθηκε η αποστολή να πάει στις Σποράδες και την Εύβοια για να συγκεντρώσει τους διασκορπισμένους επαναστάτες της Θεσσαλίας, και αφού τους μάζεψε εκστράτευσε με τους Τσάμη Καρατάσο και Γάτσο στην Αταλάντη για να αποκόψουν τις συγκοινωνίες των Τούρκων οι οποίοι πολιορκούσαν την Ακρόπολη, χωρίς κάποιο θετικό αποτέλεσμα λόγω κακής οργάνωσης και ασυμφωνίας των επικεφαλής για τον ενδεδειγμένο τρόπο δράσης τους. Τελικά γύρισε στην Αίγινα και εκλεγόταν διαρκώς αντιπρόσωπος του στρατού στην Ανατολική Στερεά στην Εθνοσυνέλευση.
Κατά την πολιορκία της Πάτρας από τον Κολοκοτρώνη πέτυχε να τον εγκαταλείψουν 5.000 άνδρες και να μείνει μόνο με 2.000 κατηγορώντας τον στη συνέχεια πως ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης διέλυσε την πολιορκία της. Πέτυχε να στρέψει την Πελοποννησιακή Γερουσία σε βάρος του Κολοκοτρώνη και να την κατηγορήσει για την αποτυχημένη πολιορκία της Πάτρας. Ζήτησε και πέτυχε να του παραδοθεί το μπαρούτι που βρισκόταν στην Τριπολιτσά με πρόφαση τον εφοδιασμό των στρατευμάτων που θα συγκεντρωνόταν στο Άργος.
Από την εποχή που με τον Ανδρούτσο υπηρετούσαν και οι δύο στον Αλή Πασά λάνθανε η έχθρα με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Είναι πολύ πιθανό πως αυτός ήταν ο ηθικός αυτουργός τη δολοφονικής απόπειρας που έγινε σε βάρος του στις αρχές Ιουλίου 1824 ενώ στεκόταν στο παράθυρο της οικίας του Νικηταρά στο Ναύπλιο.
Ο Κωλέττης αντιτάχθηκε σθεναρά στον αρραβώνα της Μαντούς Μαυρογένους με τον Υψηλάντη καθώς διέβλεπε την ενοποίηση των δύο ισχυρών οικογενειών ως απειλή. Η Μαντώ, μετά τον αρραβώνα επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας και δεν έλαβε κάποια τιμητική σύνταξη, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών. Με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη η Μαντώ Μαυρογένους εξορίστηκε από το Ναύπλιο και επέστρεψε στη Μύκονο. Η Μαυρογένους τελικά μετοίκησε στην Πάρο όπου και πέθανε από τυφοειδή πυρετό τον Ιούλιο του 1848, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον Αγώνα.
Τον Μάιο του 1825 ήλθε σε επαφή με το υπασπιστή του δούκα της Αυρηλίας συνταγματάρχη Ρουμινύ.και προωθούσε τον δούκα του Νεμούρ ως βασιλιά της Ελλάδος. Η επιλογή στο πρόσωπο του Νεμούρ συνδεόταν με το πολίτευμα που προέκρινε ο Κωλέτης, τη συνταγματική μοναρχία και η δυναστεία στην οποία ανήκε ο Νεμούρ είχε προτίμηση στο πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας. Τον Ιούνιο του 1825 ήταν από τους λίγους που δεν υπέγραψαν την αίτηση προστασίας προς την Αγγλία.
Ο Κωλέττης λόγω του υψηλού κύρους που διέθετε στους Ρουμελιώτες, βοήθησε τον Δημήτριο Υψηλάντη να οργανώσει τις πρώτες χιλιαρχίες, εξασφάλισε τη σύντομη παράδοση των φρουρίων του Ναυπλίου και αργότερα όταν ενέσκυψε πανώλη, αξιοποιήθηκε για την εφαρμογή των υγειονομικών μέτρων στις Σπέτσες, κατορθώνοντας να περιστείλει την αρρώστια. Επειδή όμως η παρουσία του κρίθηκε επικίνδυνη ο Καποδίστριας τον διόρισε έκτακτο επίτροπό Ανατολικών Σποράδων, με έδρα τη Σάμο, έτσι θα απομακρυνόταν εύσχημα από την έδρα της Κυβέρνησης. Ωστόσο ο ίδιος συνέχισε να υποστηρίζει τον Κυβερνήτη για να αποδείξει πως μετά την σύγκρουση ανάμεσα σε αγγλική και ρωσική φατρία μόνο σε αυτόν θα μπορούσε να στηρίζεται ο Καποδίστριας. Αν και από το περιβάλλον του Αυγουστίνου Καποδίστρια διατυπώνονταν κατηγορίες για το πρόσωπό του (υποκινητής στάσεων στο στρατό), αντιθέτως παρενέβαινε κατευναστικά σε αρκετές από αυτές. Τα μέλη του κόμματός του ωστόσο διαφωνούσαν με την χωρίς ανταλλάγματα υποστήριξη του Κυβερνήτη, πιέζοντάς τον να προωθήσει στελέχη του Γαλλικού κόμματος σε κρατικές θέσεις.Ο ίδιος ωστόσο επεδίωκε να λάβει τη θέση του Γραμματέως της Επικράτειας. Παράλληλα στη Γερουσία εμφανιζόταν φιλελεύθερος υποστηρίζοντας την ελευθερία του τύπου κατά την ψήφιση νέου σχετικού νόμου.
Στις 11/23 Μαΐου 1828 ανατέθηκε στον Κωλέττη η διοίκηση της αποτελούμενης από τα νησιά Σάμος, Ικαρία, Φούρνοι, Πάτμος, Λειψοί, Λέρος και Κάλυμνος, επαρχίας και συνιστούσε την πρώτη διοικητική θέση που αναλάμβανε ο Ηπειρώτης πολιτικός στην Ελληνική Πολιτεία. Στο διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 1829 και άνοιξης 1830 ο Λυκούργος Λογοθέτης έλειψε από τη Σάμο και το κενό αρχηγού του νησιού θέλησε να καλύψει ο Κωλέττης. Ο Κωλέττης ενεπλάκη, προς ιδίον όφελος, στην ρύθμιση του σαμιακού ζητήματος μετά την διευθέτηση τον Φεβρουάριο του 1830 του ζητήματος της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους και την μη συμπερίληψη του νησιού στα όριά του. Συναινούσε στην προώθηση ενός καθεστώτος για την Σάμο φόρου υποτέλειας στην Πύλη χωρίς την παρουσία σε αυτό οθωμανικού στρατού. Αυτό θα αύξανε την εκτίμηση της κοινής γνώμης στο πρόσωπό του έναντι του Καποδίστρια. Τελικά οι προσδοκίες του διαψεύσθηκαν και αποφασίστηκε (27 Μαΐου/8 Ιουνίου 1830) η ανάκλησή του στην Ελλάδα. Οι αντιλυκουργικοί κύκλοι του νησιού ταυτίστηκαν με την αντικαποδιστριακή πολιτική του Κωλέττη. Στη συνέχεια διορίστηκε υπουργός των Στρατιωτικών και κατόπιν η Εθνοσυνέλευση του Άργους τον εξέλεξε γερουσιαστή. Κατά τη διάρκεια των διοικητικών καθηκόντων του μεταξύ των μέτρων τα οποία έλαβε ήταν η διαίρεση της Σάμου σε έξι τμήματα για καλύτερη αστυνόμευση. Διαπιστώνοντας την ανισότητα μεταξύ εξόδων για εισαγωγή αγροτικών προϊόντων και εσόδων από τη διάθεση ντόπιων προϊόντων, σχεδίαζε την εισαγωγή καλλιέργειας πατάτας και αραβόσιτου στο νησί για αποτροπή των επιπτώσεων κρίσεως σιτηρών στον νησί. Στη διάρκεια της θητείας του μερίμνησε και για θέματα παιδείας: διενέργεια εράνου με σκοπό την ενίσχυση του Θεόφιλου Καΐρη για τη σύσταση εκ μέρους του ορφανοτροφείου στην Άνδρου, μερίμνησε για την υλικοτεχνική προμήθεια των σχολείων της Σάμου και την στελέχωση αυτών με δασκάλους, για τη σύσταση τυπογραφείου, για την οικονομική ενίσχυση των σχολείων εκ μοναστηριακών πόρων. Μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων του ως επάρχου ήταν η υπό την προεδρία του σύγκληση εκλογικών συνελεύσεων για την εκλογή δημογερόντων.
Έγινε μέλος των δύο τριμελών Διοικητικών Επιτροπών, που ανασχηματίσθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1831 ενώ συγκρούσθηκε με τον Αυγουστίνο Καποδίστρια και τα στρατεύματα που τον υποστήριζαν. Ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς θεωρεί πως η παρουσία του Κωλέττη σε αυτές τις επιτροπές λειτουργούσε ανασταλτικά στην προανακριτική έρευνα η οποία θα τον ενέπλεκε στην συνωμοσία που οδήγησε στη δολοφονία του Καποδίστρια. Η ένταξή του στη Διοικητική Επιτροπή αποσκοπούσε στην παρεμπόδισή του από το να προσχωρήσει στην αντιπολιτευτική κίνηση των Υδραίων. Έτσι όμως ο ίδιος θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα το κόμμα του χωρίς να γίνει επαναστάτης, θα εξουδετέρωνε τον Κολοκοτρώνη και θα αποσπούσε τους Ρουμελιώτες από τους Υδραίους. Επικεφαλής μερίδας στρατού και πληρεξουσίων της Δ' κατ' επανάληψιν Εθνικής Συνελεύσεως αποχώρησε στις 12 Δεκεμβρίου 1831 στην Περαχώρα Μεγάρων. Αρχικά η κυβέρνηση του Αυγουστίνου Καποδίστρια κάλεσε τον Κωλέτη στις 10 Ιανουαρίου 1832 να παρουσιαστεί στο Κυβερνητικό Δικαστήριο και να δικαστεί ως προδότης, σε αντίθετη περίπτωση θα στερείτο τα πολιτικά του δικαιώματα.[56] Η επικράτησή του οδήγησε στην παραίτηση του Αυγουστίνου. Ο Κωλέττης έγινε πρώτα μέλος της πενταμελούς και κατόπιν της επταμελούς Διοικητικής Επιτροπής, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας στις 2 Απριλίου 1832. Τον Ιούλιο έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος των όπλων της Ανατολικής Ελλάδος στην Εθνοσυνέλευση της Πρόνοιας.
Η άφιξη του Όθωνα και η εγκαθίδρυση της Αντιβασιλείας δημιούργησαν ένα νέο πολιτικό τοπίο. Μέσα σε αυτό ο Κωλέττης αρχικά συνεργάστηκε και συμμετείχε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Σπυρίδωνα Τρικούπη όπως και στην ακόλουθη κυβέρνηση Μαυροκορδάτου. Αρχικά διορίστηκε Γραμματεύς της Επικράτειας επί των Ναυτικών (3 Απριλίου 1833), εκπροσωπώντας το Γαλλικό κόμμα. Στις 12 Οκτωβρίου 1833 του ανατίθεται η Γραμματεία των Εσωτερικών. Καθώς είχε σπουδάσει στο Παρίσι φαίνεται πως δεν αγνοούσε τις σαινσιμονιστικές ιδέες και είχε συνδεθεί με ορισμένους εξ αυτών.
Στις 31 Μαΐου του 1834 διορίστηκε Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, σχηματίζοντας την πρώτη του κυβέρνηση, της οποίας ο βίος διήρκεσε μέχρι τις 20 Μαΐου 1835, ημέρα που ανέλαβε ο αντιβασιλέας Άρμανσμπεργκ τη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του συντελέστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Επίσης κατά τη θητεία του ως υπουργός των εσωτερικών εισηγήθηκε την καθιέρωση εορτών κατά το πρότυπο των αγώνων της αρχαιότητας για να τιμηθούν τα γεγονότα και οι πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1821.Παράλληλα, όμως, διαδραμάτισε σημαντικό παρασκηνιακό ρόλο στην δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη όντας υπέρμαχος της εκτέλεσης της θανατικής καταδίκης του, η οποία, παρά τις διαμαρτυρίες του, μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη από τον βασιλιά Όθωνα.
Παρά την έντονη πίεση των Γάλλων για απόδοση στον Κωλέτη της Προεδρίας της κυβέρνησης, η Αντιβασιλεία αρνήθηκε να το πράξει. Κατόπιν αυτού απεστάλη ως πρεσβευτής της Ελλάδας στη Γαλλία, όπου παρέμεινε επί μία οκταετία.
Ο Κωλέττης το 1842 στο Παρίσι, όταν υπηρετούσε ως πρεσβευτής της Ελλάδας στη γαλλική πρωτεύουσα (στα αριστερά διακρίνεται το ζεύγος Εϋνάρδου)
Κατά την οκταετή παραμονή του στο Παρίσι αλληλογραφεί με πολιτικούς φίλους του στην Ελλάδα και τους τονίζει την γνήσια φιλελληνική πολιτική της Γαλλίας προς την Ελλάδα και την ανάγκη περιφρούρησης της μοναρχίας στην Ελλάδα. Ο ίδιος θεωρούσε την μετακίνησή του στο Παρίσι ως απόπειρα της Αντιβασιλείας να τον απομακρύνει από την κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα την αξιοποίησε για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του στα της διακυβέρνησης του Ελληνικού κράτους, παρακολουθώντας μαθήματα και στη Σορβόννη.
Ο Κωλέτης ήταν πλήρως ενημερωμένος για τις αντικαθεστωτικές κινήσεις και την προετοιμαζόμενη επανάσταση. Δεχόταν συχνά προτροπές και πιέσεις για να γυρίσει ενώ ταυτόχρονα το κόμμα του ήταν βαθιά διχασμένο. Η άτυπη εξορία του Κωλέττη έληξε με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το 1843, όποτε κλήθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά την επιστροφή του ανέλαβε διάφορα κυβερνητικά αξιώματα. Αρχικά συμμετείχε ως Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά (3 Οκτωβρίου 1843) και εν συνεχεία εξελέγη, με βάση τον νόμο της 4ης Μαρτίου 1829, πληρεξούσιος της επονομαζόμενης "Εθνοσυνέλευσης της 3ης Σεπτεμβρίου" (8 Νοεμβρίου 1843). Στις 19 Νοεμβρίου εξελέγη μέλος του Προεδρείου της Εθνοσυνέλευσης και στις 21 Νοεμβρίου ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος.
Διετέλεσε από το 1844 έως το 1847 Πρόεδρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Υπήρξε συνιδρυτής της Εταιρείας των Ωραίων Τεχνών με έδρα την Αθήνα το 1844.
Η στάση του Κωλέττη στην εκπόνηση του πρώτου Συντάγματος του ελληνικού βασιλείου ταυτίστηκε με αυτή των Α. Μεταξά και Α. Μαυροκορδάτου που έθεταν ως σκοπό την τήρηση ισορροπιών μεταξύ των επιδιώξεων των πολιτικών δυνάμεων και των διεκδικήσεων του μονάρχη. Το φάσμα ενός επαπειλούμενου νέου εμφυλίου πολέμου καθόριζε καταλυτικά την όλη διαδικασία της εκπόνησης του συνταγματικού χάρτη.
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στις 11 Ιανουαρίου 1844, όταν τέθηκε θέμα συνταγματικής διάκρισης βάσει του άρθρου 3 μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, ο Κωλέττης εκφώνησε λόγο υπέρ της ισότητας ελεύθερων και αλύτρωτων Ελλήνων, ο οποίος προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στην κοινωνία της εποχής και οδήγησε στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης παρά την πλειονοψηφία των αυτοχθόνων πληρεξουσίων. Σε αυτή τη μνημειώδη ομιλία διαμορφώθηκε ιδεολογικά η Μεγάλη Ιδέα, η έννοια που καθόρισε την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους τουλάχιστο μέχρι το 1922. Ο Κωλέττης, που θεωρείται πατέρας της Μεγάλης Ιδέας, επηρεασμένος από τη νεότητά του ακόμη από το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου (στη μνήμη του ήταν αφιερωμένη και η "Ελληνική Νομαρχία"), και από την ολιγόχρονη παραμονή του στη Σάμο και τις εκεί επαφές του με τους Σάμιους διαφωτιστές, οραματιζόταν την ανάκτηση των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση μίας χριστιανικής ηγεμονίας. Χτυπούσε τον αυτοχθονισμό που διαιρούσε τον ελληνισμό μέσα στον χώρο. Το τελικό κείμενο του Συντάγματος ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση στις 4 Μαρτίου 1844 και στις 18 Μαρτίου ο Όθωνας ορκίστηκε την τήρησή του.
Συνακόλουθα με την κύρωση του Συντάγματος αποφασίστηκε η διενέργεια εκλογών και ο Όθωνας πρότεινε στους Α. Μαυροκορδάτο και Ι. Κωλέττη να σχηματίσουν από κοινού κυβέρνηση, που θα οδηγούσε τη χώρα προς τις εκλογές. Ο Κωλέττης αρνήθηκε τη συμμετοχή του υπολογίζοντας τη φθορά, την οποία θα είχε ο πολιτικός που θα ανελάμβανε τη διενέργεια των εκλογών. Ως ημερομηνία εκκίνησης της εκλογικής αναμέτρησης ορίστηκε η 6η Ιουνίου ενώ σύμφωνα με τα τότε κρατούντα διήρκεσε περίπου δύο μήνες. Οι εκλογές διεξήχθησαν σε κλίμα πόλωσης ενώ πολλές εκλογές βουλευτών προσκείμενων στο Αγγλικό Κόμμα ακυρώθηκαν.Συνέπεια όλων αυτών ήταν η παραίτηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου από το πρωθυπουργικό αξιώμα και πριν ακόμα ολοκληρωθούν οι εκλογές ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας στις 6 Αυγούστου 1844 μεταξύ του Γαλλικού Κόμματος και του Ρωσικού Κόμματος (Ανδρέας Μεταξάς. Τα αποτελέσματα στην κατανομή βουλευτικών εδρών έδωσαν στο Ρωσικό Κόμμα (Ναπαίοι) του Ανδρέα Μεταξά 55 έδρες, στο Αγγλικό Κόμμα (Μαρλαίοι) του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου 28 και στο Γαλλικό Κόμμα (Μοσχομαγκίτες) του Ιωάννη Κωλέττη είκοσι. Ο Μακεδόνας δημοσιογράφος και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης αναφέρει πως οι κάλπες έφταναν στον τόπο της καταμέτρησης με σπασμένα σανίδια ή λιμαρισμένες τις σφραγίδες, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, οι ψήφοι μεταφέρονταν σε «σαπουνοσακούλες». Ο Μαυροκορδάτος από τους 52 που εξέλεξε έμεινε με δώδεκα βουλευτές. Στις 6 Αυγούστου σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού του Γαλλικού και του Ρωσικού Κόμματος με πρώτο κοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό τον Κωλέττη.
Η εκλεγμένη Βουλή των Ελλήνων συγκροτήθηκε σε σώμα και συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1845. Τρία χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης του Κωλέττη ως Πρωθυπουργού ταν η επιδέξια και διαρκής εναλλαγή υποστηρικτών του στην κυβέρνηση και στις δημόσιες υπηρεσίες, η αποφυγή γενικά μέτρων που θα δυσαρεστούσαν πολιτικές ή κοινωνικές ομάδες και πρόσωπα και συνεπώς θα απειλούσαν τη σταθερότητα της κυβέρνησης και η προβολή της Μεγάλης Ιδέας του ελληνικού έθνους.
Ο Κωλέττης κατηγορήθηκε για συγκεντρωτισμό και περιφρόνηση του κοινοβουλευτισμού, χαρακτηριστικά οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες μιλούσαν για δικτατορία.«Εγκαθίδρυσε ένα είδος κοινοβουλευτικής δικτατορίας»
Στο πλαίσιο αύξησης της γαλλικής επιρροής στη χώρα, συνεργάστηκε με τον Γάλλο πρέσβη Πισκατόρυ στην ίδρυση το 1846 του πρώτου ξένου πολιτιστικού ιδρύματος στην Ελλάδα, της École française d'Athènes, «με σκοπό την αποδυνάμωση της ρωσικής επιρροής»
Το σημαντικότερο στοιχείο της περιόδου υπήρξε η κυβερνητική σταθερότητα, γεγονός άγνωστο για τη μέχρι τότε πορεία του κράτους. Ωστόσο ο Κωλέττης στάθηκε φειδωλός σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις προσπαθώντας την ομαλή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας προς τους σύγχρονους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Οι σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδεινώθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1847 με αφορμή την άρνηση του πρέσβη της στην Αθήνα Κωνσταντίνου Μουσούρου να παράσχει διαβατήριο στον υπασπιστή του βασιλιά, Τσάμη Καρατάσο, για να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη (κύκλος γεγονότων που οδήγησε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών και ονομάστηκαν Μουσουρικά).
Στα τέλη του 1846 η υγεία του Κωλέττη άρχισε να επιδεινώνεται, δεδομένο που δημιούργησε κύμα αυτομόλησης βουλευτών προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κλίμα έντασης για τη διαδοχή στο Γαλλικό Κόμμα. Αυτή η κατάσταση οδήγησε τον Κωλέττη να ζητήσει από τον βασιλιά τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών. Έτσι ο Όθωνας στις 14 Απριλίου 1847 προκήρυξε εκλογές για τον Ιούλιο. Παρά την ασθένεια και τη μεγάλη ηλικία του επικράτησε σαρωτικά στις εκλογές, εξασφαλίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία, αν και το αποτέλεσμά τους αμφισβητήθηκε έντονα από την αντιπολίτευση. Πέθανε από νεφρίτιδα στις 31 Αυγούστου 1847 . Στη διάρκεια της ασθένειάς του τον επισκεπτόταν ο Όθωνας. Η κηδεία έγινε την 1η Σεπτεμβρίου στο Ναό της Αγίας Ειρήνης ενώ επικήδειους εκφώνησαν οι Νεόφυτος Βάμβας, Ρήγας Παλαμίδης και Π. Σούτσος. Το σώμα του Κωλέττη παρέμενε άλιωτο παρά την τριετή ταφή και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μακρυγιάννη μόνο τα μάτια του έλιωσαν από τις πολλές αδικίες που διέπραξε εν ζωή: και τον βγαίνουν καθώς τον θάψαν μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη -τα μάτια του ότι έβλεπαν τις πράξες οπού 'κανε δια την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσους άδικους φόνους των αγωνιστών, του Νούτζου, του Παλάσκα, του Δυσσέα κι αλλουνών (Απομνημονεύματα Ιωάννη Μακρυγιάννη).
Η ανάλυση που ο Κωλέττης κάνει για τα πολιτικά πράγματα του Εικοσιένα στηρίζονταν στην ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων. Ο Μαυροκορδάτος εξέφραζε τους κοτζαμπάσηδες και το Γαλλικό κόμμα τους προκρίτους δευτέρας τάξεως, ενώ επί Καποδίστρια το κυβερνητικό -ρωσικό κόμμα ήταν δεσποτικό, ενώ το συνταγματικό ήταν το αγγλικό και το φιλελεύθερο, σύμφωνα με την ανάλυση του Κωλέττη. Επίσης, προς τη διεθνή θέση της Ελλάδος, αναφέρει πως η Αγγλία ως κραταιά ναυτική δύναμη θα θέλει να περιορίσει την άνοδο της δύναμης της Ελλάδας στη Μεσόγειο. Ενδεικτικό των ιδεολογικών επιρροών που δέχθηκε ο Κωλέτης ήταν η αναφορά που κάνει στο κήρυγμα του Ρήγα ως αφετηρίας του επαναστατικού ενθουσιασμού των Ελλήνων. Δηλώνει την προσήλωσή του στο καθεστώς της μοναρχίας, αλλά της συνταγματικής κυρίως. Ασκεί στα κείμενά του έντονο κατηγορώ στον Καποδίστρια διότι καταπάτησε κάθε αρχή ελευθερίας, δικαιοσύνης και ισονομίας. Ωστόσο μετά την επιστροφή του από το Παρίσι μετρίασε την πολεμική του σε βάρος του Καποδίστρια. Νομιμοφροσύνη και νομιμότητα, γνώση και προσαρμοστικότητα, συμμετοχή και ευταξία ήταν οι κεντρικοί αρμοί της πολιτικής σκέψης και δράσης του Κωλέτη. Ταύτιζε τον βασιλιά Όθωνα με το έθνος: υπεράσπιση της πατρίδας σημαίνε ταυτόχρονα υπεράσπιση του βασιλιά.Η ευτυχία της κοινωνίας εξαρτάται από την ανάπτυξη και την ανθηρή οικονομία , κεντρική θέση του Διαφωτισμού: σε επιστολές του μιλούσε για την οικονομική ανάπτυξη, της εξυπηρέτηση του χρέους, της εφαρμογής και υλοποίησης της έκθεσης για τα οικονομικά που είχαν υποβάλει γάλλοι εμπειρογνώμονες. Η σύνδεση της προόδου και της ευημερίας του έθνους με την εδραίωση και τις επιτυχίες της μοναρχίας, προσέδιδαν μια ρομαντική διάσταση στον πολιτικό στοχασμό και λόγο του Κωλέτη. Στην πολιτική ιδεολογία του παρατηρείται μια στέρεη ανάμειξη διαφωτιστικών και ρομαντικών ιδεών. Πρόκειται για ένα κράμα απολύτως ευρωπαϊκό, δυτικό-αστικό. Η προσήλωση στη μοναρχία και στο πρόσωπο του Όθωνα, εξηγέιται από το ότι επειδή θεωρούσε πως το νεοσύστατο ελληνικό κράτος έπρεπε να έχει ισχυρή κεντρική εξουσία. Η βασίλεία ήταν ο ένας από τους τρεις πυλώνες του κράτους με τους άλλους δύο να είναι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και η αποτροπή ταραχών.
Όσον αφόρα την πρόσληψη του Κωλέττη από τους συγχρόνους και τους μεταγενεστέρους του καταθέτονται πολλές αρνητικές απόψεις. Το 1823 όταν εκλέγεται μέλος του Εκτελεστικού ο Άγγλος Έμμερσον λέει γι'αυτόν,ήτο αναντιρρήτως ο δεξιώτερος και νοημενόστερος των πολιτικών ανδρών της Ελλάδος και αρχηγός κόμματος συνενών εν μεγάλη φυσική ευφυΐα και γνώσεις ευρωπαϊκάς. Το 1825 ο Γερμανός Scherbian τον χαρακτήριζει επιφυλακτικό και κρυψίνου και λέει ότι έδινε άφθονες υποσχέσεις στους φιλέλληνες για λαμπρή σταδιοδρομία. Συχνοί ήταν οι τσακωμοί του με τον Νέγρη. Τον Οκτωβριο του 1828 ο Γάλλος βαρώνος Ζυσερέ ντε Σαιν Ντενίς, προξενικός πράκτορας της Γαλλικής κυβέρνησης στο χρονικό διάστημα 1828-1829 στέλνει αναφορά στις προϊστάμενες αρχές του, και για τον Κωλέττη μεταξύ άλλων αναφέρει «[...]Τολμηρός, πλήρης προσόντων και λίαν ραδιούργος [...] διακρίνεται μεταξύ των συμπατριωτών του διά της γαληνίου απάθείας. [...]Ζηλεύων τον Μαυροκορδάτον πάντοτε έδειξεν εις αυτόν μίσος προσωπικόν» Τον Απρίλιο του 1831 ο Γάλλου πρεσβευτής Βαρώνος Achille Rouen σε αναφορά του περιέγραφε τον Κωλέττη ως άνθρωπο με υπόληψη και ασυνήθιστη για Έλληνες σταθερότητα χαρακτήρα. Ο σύγχρονος του Κλωλέττη, οπλαρχηγός Θεοδωράκης Γρίβας τον αποκαλεί «ψεύτακα» πρωθυπουργό. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης τον θεωρεί υπέυθυνο για τις δολοφονίες του Ανδρούτσου, του Παλάσκα, του Νούτσου και άλλων. Σε αυτές τις αδικίες αποδίδει το γεγονός ότι το σώμα του έμεινε άλιωτο και παρά την τριετή ταφή μόνο τα μάτια του έλιωσαν: και τον βγαίνουν καθώς τον θάψαν μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη -τα μάτια του ότι έβλεπαν τις πράξες οπού 'κανε δια την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσους άδικους φόνους των αγωνιστών, του Νούτζου, του Παλάσκα, του Δυσσέα κι αλλουνών (Απομνημονεύματα Ιωάννη Μακρυγιάννη).
Ωστόσο παρά την αρνητική κριτική, τον ενοχοποιεί για φατριασμό και ότι θέλησε να εξοντώσει τον Ανδρούτσο, έχει και θετικές αναφορές σε αυτόν
Όταν πέθανε ο Κωλέττης, η εφημερίδα Ελπίς στις 3 Σεπτεμβρίου 1847 σημείωνε, Αν ως άνθρωποι ελυπήθημεν τον θανάτον του ανθρώπου, ως πολίται της Ελλάδος εχάρημεν, ως θέλει χαρή όλο το Κοινόν της Ελλάδος, διότι κατήχθη εις τον τάφον εκείνος, που τα μέγιστα αδικούσε την Ελλάδα[...], ενώ η εφημερίδα Αιών στις 6 του ίδιου μήνα σημείωνε, [...]Άλλον δεν εγνώρισεν η Ελλάς Κωλέττην ειμή τον εγνωσμένον προ του 1821, ως θεράποντα πιστόν του Μουχτάρ πασσά, εν Ιωαννίνοις. Άλλον δεν εγνώρισεν η Ελλάς Κωλέττην ειμή εκείνον, όστις είχεν κακίαν και ελαττώματα. Όστις φιλάργυρος ων ιδιώτης εσπατάλει τα δημόσια. Εκείνον όστις φίλαρχος ων δεν εγνώριζεν, ούτ' ήθελε ποτέ να ακολουθήση την ακηθή οδόν της αρχής και της δόξης[...] όστις συνεκέντρωνεν ωσεπιπολού περί αυτόν την ακαθαρσίαν της ελληνικής κοινωνίας, την κακουργίαν. Εκείνον όστις κρυψίνους και δόλιος δεν συνεσχετίζετο ούτε μετά των ανθρώπων της τιμής και της ικανότητος.Ο Γάλλος πρέσβης Γκιζώ πληροφορούμενος τον θάνατό του σημέιωσε, Η Ελλάς απώλεσε τον ενδοξώτερον των επιζώντων στρατιωτικών ...τον μόνο αναδειχθέντα έξοχον πολιτικόν, τον μοναρχικώτατον μεν Υπουργόν του βασιλέως Όθωνος...Πολύ πλέον εμερίμνα περί του μεγάλου εθνικού μέλλοντος ή περί της τακτικής αναπτύξεως και προσωπικών ελευθεριών.[96] Όπως σχολιάζει ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς, «Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, από τα κείμενα και τις σκληρές εκφράσεις που βρίσκουμε σ' αυτά, ότι πολλοί άνθρωποι [...]τον μισούσαν. Εντούτοις, δεν έχουμε να κάνουμε με προσωπικά μίση, έχουμε να κάνουμε περισσότερο με πολιτικά πάθη της εποχής. Για τον Ι. Κωλέτη έχουν δημοσιευθεί και ευνοϊκά κείμενα και επαινετικά σχόλια, είναι όμως, λίγα, πολύ λογότερα από τα άλλα»
Ο Σπηρομήλιος σε λίβελό του πριν τα 1846 θα σημειώσει για τις σπουδές του Κωλέτη στην Ιταλία, «[...]διεκρίνετο μεταξύ των μαθητών διότι ήτο τόσ δύσνους και δύσλεκτος εις τόσον βαθμόν, ώστε είχεν καταντήσει παροιμιώδης. Είσαι Κωλέτης καημένε, ήτο η προς τους μη εννοούντες έκφρασις[...]» Το 1858 περίπου ο Στέφανος Κουμανούδης σημειώνει μία λίστα προσώπων που αν και υπουργοποιήθηκαν ουδέν σχεδόν προύργου εποιήσαν και σε αυτήν συμπεριλαμβάνει και τον Κωλέττη. Ο Θ.Ι.Τυπάλδος σε άρθρο του στα 1873 αναφέρει σε ομότιτλο άρθρο του για τον Κωλέττη πως ήταν «[...] φύσει δεξιός εις το μεταχειρίζεσθαι τους ανθρώπους και δη τους ανθρώπους του πολέμου[...]» Για τον Γίανη Κορδάτο τονίζεται ο μαχητικός τόνος με τον οποίο διά της Ελληνικής Νομαρχίας, την οποία του αποδίδει, στηλιτεύει την ρωμέϊκή φεουδαρχία της προεπαναστατικής εποχής.Ο Νίκος Σβορώνος τον χαρακτηρίζει εξ΄αιτίας του μεγαλοιδεατισμού του ως τον τύπο «του τυχοδιώκτη πολιτικού, που εισήγαγε όσο κανείς άλλος τη διαφθορά στην άσκηση της εξουσίας» Ο Ευάγγελος Κοροβίνης τον χαρακτηρίζει με τα μελανότερα χρώματα, επειδή θεωρεί ότι ο Ιωάννης Κωλέττης εισήγαγε τη φαυλοκρατία στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός, ο οποίος διαχειριζόμενος τα κοινά απέκτησε μεγάλη περιουσία (630.000 χιλιάδες δραχμές). Ο Χρήστος Στασινόπουλος τον χαρακτηρίζει πολιτικάντη και με αχαλίνωτες φιλοδοξίες. Επίσης, δολοπλόκος, μηχανοράφος, καταφερτζής, πολιτικάντης, ανέντιμος, φαυλοκράτης, φιλόδοξος με υπερτροφικό εγωισμό, που τον έκρυβε συχνά με επιμέλεια. και πως «Για την ελληνική επανάσταση στάθηκε ο δεύτερος κακός δαίμονας (με πρώτον τον Μαυροκορδάτο). Στάθηκε ο πατέρας της νεοελληνικής φαυλοκρατίας και του νεοελληνικού πολιτικού τυχοδιωκτισμού. Η ζημιά που έκανε στην Πατρίδα, και κατά την Επανάσταση και κατοπινά, είναι ανυπολόγιστη[...]»
Ο πολιτικός και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης (1809-1879) στο έργο του «Ιστορικαί αναμνήσεις», γράφει για μία καθημερινή ημέρα του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη πως καλούσε πρόσωπα στο σπίτι του, προκειμένου να τους εξασφαλίσει άμεσα μια θέση στο δημόσιο: «Στην οικία του, που βρισκόταν κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός, από βαθέως όρθρου συνωστίζονταν φουστανελοφόροι από την εξώπορτα μέχρι τα σκαλιά. Όταν έμπαινες στο γραφείο του, τον έβλεπες να καπνίζει το τσιμπούκι του και να ακούει μετά μεγάλης υπομονής κάποιον ψηφοφόρο του που του ζητούσε ρουσφέτι: μια θέση, μια σύνταξη, ένα παράσημο ή κάτι παρόμοιο.»Για τους Βερέμη και Κολιόπουλο ήταν ένας από τους χειραγωγούς μια ευάλωτης μάζας εκλογέων.